ἀποχώρησις
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
εως, ἡ, A retreat, Th.5.73; ποιεῖσθαι ἀ. Hdt.8.21; place or means of safety, Th.8.76 (pl.); line of retreat, Aen.Tact.16.4. 2 death, Eun.VSp.469B. II voidance, opp. πλήρωσις, Pl.Ti.65a, 81a; especially of excretions, Arist.GA726a21, al.; = ἀπόπατος 2, Plu.Lyc. 20.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, 1) das Ab-, Weggehen; Rückzug, Thuc. 5, 73. 8, 76; Xen. Cyr. 2, 4, 30 u. sonst; τὴν ἀποχώρησιν ποιεῖσθαι Pol. 3. 64, 7 u. öfter. – 2) Aussonderung, Ausleerung, Plat. Tim. 81 a; καὶ κένωσις 65 a; der Abtritt, Plut. Lyc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχώρησις: -εως, ἡ, τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὑποχώρησις, Θουκ. 5. 73· οὐκέτι ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν Ἡρόδ. 8. 21· τόπος καταφυγῆς ἢ μέσα ἀσφαλείας, ὁ αὐτ. 8.76. ΙΙ. κένωσις ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πλήρωσις, ὁ τρόπος τῆς πληρώσεως ἀποχωρήσεώς τε Πλάτ. Τίμ. 65Α. 81Α. 2) κένωσις, ἐπὶ τῶν ἐκκρινομένων ἀπὸ τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1.18, 62· καὶ ἑπομένως ἀπόπατος Πλουτ. Λυκοῦργ. 20· πρβλ. ἀποχωρεῖν ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 éloignement, retraite ; moyens de retraite, lieu de refuge;
2 sécrétion.
Étymologie: ἀποχωρέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1retirada de pers. φυγὴ καὶ ἀ. Th.5.73, ποιεῖσθαι ἀποχώρησιν Hdt.8.21, cf. X.HG 5.4.42, Hell.Oxy.18.5, Plb.16.19.10, Polyaen.1.39.4, D.C.56.13.1, Gal.8.790, Κασσάνδρου δὲ ἀποχωρήσεως ἐγ Μακεδονίας Marm.Par.113, de ancianos πυρὸς ἀ. reflujo del calor Hp.Vict.1.33, del sol, Plb.34.1.9
•fig. ἐκ τῆς ἀρχῆς retirada, dimisión del poder Epicur.Fr.[60] 3
•muerte μετὰ τὴν ἀποχώρησιν Εὐσταθίου Eun.VS 469B, cf. M.Ant.10.36.
2 lugar de retirada πολλὰς τὰς ἀποχωρήσεις Th.8.76, cf. Aen.Tact.16.6, 7
•de ahí retrete, letrina ἐν ἀποχωρήσει θακεύοντας Plu.Lyc.20, μήποτε πρὸς δίφρους κάθηται ἐν τῇ ἀποχωρήσει LXX Id.3.24, cf. PMich.Zen.38.31 (III a.C.).
II acción de evacuar op. πλήρωσις Pl.Ti.65a, 81a, σιάλου πολλοῦ ἀ. Hp.Iudic.11, de excrementos de animales, Arist.GA 726a21.
Greek Monotonic
ἀποχώρησις: -εως, ἡ, αναχώρηση, απόσυρση, υποχώρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.· τόπος καταφυγής ή μέσα ασφαλείας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχώρησις: εως ἡ
1) уход, отход, отступление Thuc., Xen., Polyb.;
2) путь отступления (πολλὰς ἀποχωρήσεις ἔχειν Thuc.);
3) опорожнение (πλήρωσις ἀ. τε Plat.);
4) дефекация Arst., Plut.
Middle Liddell
ἀποχωρέω
a going off, retreat, Hdt., Thuc.: a place or means of safety, Hdt.