κατάχυμα

From LSJ
Revision as of 13:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχῠμα Medium diacritics: κατάχυμα Low diacritics: κατάχυμα Capitals: ΚΑΤΑΧΥΜΑ
Transliteration A: katáchyma Transliteration B: katachyma Transliteration C: katachyma Beta Code: kata/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, bath-water, Ammon.Diff.p.78 V.; κ., = perfusio and κ. ζωμοῦ, = tucca, Gloss.: but in plural, = καταχύσματα, Them.Or. 23.293c.

German (Pape)

[Seite 1392] τό, das Daraufgegossene, bes. das Wasser, mit dem man beim Aussteigen aus dem Bade begossen wurde, Ammon. Vgl. κατάχυσμα u. Lob. paralip. 420.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχυμα: τό, τὸ καταχεόμενον ὕδωρ ἐπὶ λουτρῶνος καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀμμών.

Greek Monolingual

το (Α κατάχυμα) καταχέω
νεοελλ.
τα πλάγια δοκάρια της στέγης στο σύνολό τους
αρχ.
1. το νερό που χύνεται με ορμή πάνω στους λουομένους
2. αφθονία, περίσσεια.