ὀρείχαλκος

From LSJ
Revision as of 13:40, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείχαλκος Medium diacritics: ὀρείχαλκος Low diacritics: ορείχαλκος Capitals: ΟΡΕΙΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: oreíchalkos Transliteration B: oreichalkos Transliteration C: oreichalkos Beta Code: o)rei/xalkos

English (LSJ)

ὁ, Lat. A orichalcum (which by a false etym. was freq. written aurichalcum), mountain-copper, i.e. yellow copper ore, copper or brass made from yellow copper ore, h.Hom.6.9, Hes.Sc.122, Stesich.88, Ibyc. Oxy.1790.42, B.Fr.68 Bgk., Pl.Criti.114e, Arist.APo.92b22, Mir.834b25, Philostr.VA2.7,20; a mirror of it, Call.Lav.Pall.19; described by Theopomp. Hist.109 as a mixture of ψευδάργυρος and χαλκός. II as adjective, = ὀρειχάλκινος (of orichalc, of orichalcum, of yellow copper ore), Suid.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, das lat. orichalcum oder aurichalcum, ein natürliches Erz u. daraus bereiteter Messing; H. h. 5, 9; Beinschienen sind daraus gemacht Hes. Sc. 122; τὸ γένος ἐκ τῆς γῆς ὀρυττόμενον ὀρειχάλκου, Plat. Critia. 114 e, vulg. ὀρείχαλκον; auch das künstlich gefertigte Messing, Sp. – Adjectivisch, von Messing, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρείχαλκος: (φέρεται ὀρίχαλκος ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 161), ὁ Λατιν. orichalcum, (ὅπερ κατ’ ἐσφαλμένην ἐτυμολογίαν συχνάκις ἐφέρετο aurichalcum), χαλκὸς τοῦ ὄρους, δηλ. μέταλλον κιτρίνου χαλκοῦ, χαλκὸς ἢ «μπροῦντζος» ὁ ἐξ αὐτοῦ (πρβλ. τὸ Γαλλ. archall = σύρμα ὀρειχάλκου), Ὁμ. Ὕμν. 5. 9, Ἡσ. Ἀσπίς Ἡρ. 122· - «Ἀριστοτέλης δὲ ἐν Τελεταῖς φηςὶ μηδὲ ὑπάρχειν τὸ ὄνομα, μηδὲ τὸ τούτου εἶδος· τὸν γὰρ ὀρείχαλκον, [φησὶ], ἔνιοι ὑπολαμβάνουσι λέγεσθαι μὲν μὴ εἶναι δέ. Τῶν δὲ εἰκῇ διαδεδομένων καὶ τοῦτο. (οἱ γὰρ πολυπραγμονέστεροί φασιν αὐτὸν ὑπάρχειν.) Μνημονεύει δὲ καὶ Στησίχορος καὶ Βακχυλίδης» κτλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ἀργον. Δ. 973, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· κάτοπτρον ἐξ αὐτοῦ, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 19· ὁ Στράβων καλεῖ αὐτὸν ψευδάργυρον, δηλ. μῖγμα ἀργύρου καὶ χαλκοῦ, σ. 610, πρβλ. Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Ἄνδειρα. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., = ὀρειχάλκινος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
orichalque ou laiton.
Étymologie: ὄρος, χαλκός.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρείχαλκος)
μεταλλικό κράμα χαλκού και ψευδαργύρου το οποίο έχει χρώμα κίτρινο, λευκοκίτρινο ή υπέρυθρο, επιδέχεται στίλβωση και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων σκευών, τεμαχίων μηχανών, όπλων και στη διακοσμητική, αλλ. μπρούντζος ψευδαργύρου
αρχ.
ως επίθ. ορειχάλκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + χαλκός. Πρόκειται για προσδιοριστικό σύνθ., που έχει σχηματιστεί κατά το πρότυπο τών σύνθ. με β' συνθετικό έναν ρηματ. τ. (πρβλ. ορει-βάτης κ.λπ.). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. orichalcum / aurichalcum) και στη συνέχεια οι ξένες γλώσσες. Η γρφ. της λ. και τών παραγώγων της (πρβλ. ορειχαλκίτης: aurichalcite) με -au- αντί -ο- οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση με το λατ. aurum «χρυσός»].

Greek Monotonic

ὀρείχαλκος: ὁ, Λατ. orichalcum, χαλκός που ανιχνεύεται στα βουνά, μετάλλευμα χαλκού ή το μέταλλο του χαλκού, μπρούντζος, που προκύπτει από την επεξεργασία του μεταλλεύματος, σε Ησίοδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρείχαλκος:
1) желтая медная руда Plat.;
2) желтая медь: ἄνθεμ᾽ ὀρειχάλκου HH украшение из желтой меди;
3) pl. статуи из желтой меди Arst.

Middle Liddell

ὀρεί-χαλκος, ὁ,
Lat. orichalcum, mountain-copper, i. e. copper ore, or copper made from it, Hes., Plat.