ἰλλάς

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλάς Medium diacritics: ἰλλάς Low diacritics: ιλλάς Capitals: ΙΛΛΑΣ
Transliteration A: illás Transliteration B: illas Transliteration C: illas Beta Code: i)lla/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω)
A rope, band, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572.
II as adjective, close-packed, herding together, of cattle, ἰλλάδες γοναί S.Fr.70, E.Fr.837.
III = Ἰλιάς III, Ath.2.65a, Eust.947.8.

German (Pape)

[Seite 1251] άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber ἰλιάς steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλάς: -άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος δεσμός, σχοινίον ἐξ ἱμάντων, βοῦς, ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) (μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., ὁμοῦ συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. ἰλλάζω. ΙΙΙ. ἴδε Ἰλιὰς ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
lien tordu, corde, lacet.
Étymologie: ἴλλω.

English (Autenrieth)

άδος (εἴλω): pl., twisted cords, Il. 13.572†.

Greek Monolingual

ἰλλάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) ίλλω
είδος πτηνού
αρχ.
1. σχοινί, λουρί
2. (φρ. «ἰλλάδας γονάς» — ζώα που βόσκουν κατά αγέλες.

Greek Monotonic

ἰλλάς: -άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), σχοινί από ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰλλάς: άδος ἡ
1) крученая веревка, бечева: βοῦς, τόν τε βουκόλοι ἄνδρες, ἰλλάσιν δήσαντες, ἄγουσιν Hom. вол, которого пастухи, связав веревками, ведут;
2) Arst. v.l. = ἰλιάς.

Frisk Etymological English

See also: s. 2. εἰλέω

Middle Liddell

ἰλλάς, άδος, ἴλλω, εἴλω
a rope, band, Il.