ἰάχημα
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ατος, τό, A cry, shout: hissing of a serpent, E.HF884 (lyr., pl.); sound of an instrument, ῥόπτρων AP6.165 (Phalaec.).
German (Pape)
[Seite 1234] τό, Geschrei, Gejauchze, Getöse; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Κορυβαντείων Phalaec. 3 (VI, 165). Bei Eur. I. A. 1045 u. Herc. Fur. 883 will Dindorf ἀχήμασι des Metrums wegen ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάχημα: τό, (ἰᾰχέω) κραυγή, βοή, τὸ σύριγμα ὄφεως, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 883· ὁ ἦχος ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 165. - Πρβλ. ἤχημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
grand bruit ; sifflement d’un serpent ; son d’un instrument.
Étymologie: ἰαχέω.
Greek Monolingual
ἰάχημα, τὸ (Α) ιαχώ
1. κραυγή, βοή
2. το σφύριγμα του φιδιού («ὄφεων ἰαχήμασι», Ευρ.)
3. ήχος οργάνου.
Greek Monotonic
ἰάχημα: -ατος, τό (ἰᾰχέω), κραυγή, βοή, συριγμός, σφύριγμα ερπετού (φιδιού), σε Ευρ.· ήχος οργάνου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰάχημα: ατος (ᾰχ) τό шум, звук: ἑκατογκέφαλα ὄφεων ἰαχήματα (v.l. ἀχήματα) Eur. стоглавое шипение (т. е. шипение сотен) змей; ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων Anth. бряцание медных бубен.
Middle Liddell
ἰάχημα, ατος, τό, [ἰᾱχέω]
a cry: the hissing of a serpent, Eur.: the sound of an instrument, Anth.