διδασκαλεῖον
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
τό,
A teaching place, school, [S.]Fr.1120.3, Antipho 6.11, Th.7.29, prob. in Pl.Lg.764c; εἰς τὸ διδασκαλεῖον ἰέναι Aeschin.1.9; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Hyp.Eux.22; τὰ διδασκαλεῖα τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.50; τὸ Σωκρατικὸν διδασκαλεῖον D.H.Dem.2.
II in plural, διδασκαλεῖα = δίδακτρα, διδασκάλια Ps.-Hdt.Vit.Hom.26.
German (Pape)
[Seite 615] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδασκᾰλεῖον: τό, τόπος, ἔνθα ὁ διδάσκαλος διδάσκει, σχολεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. φοιτάω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δίδακτρα, Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
école.
Étymologie: διδάσκαλος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. -ίον Aesop.306
1 escuela, lugar donde se enseña a los niños δ. παίδων Th.7.29, ἰέναι ... εἰς τὸ δ. Aeschin.1.9, cf. Hyp.Eux.22, D.18.257, Arist.Pol.1295b17, Thphr.Char.7.4, Plb.30.29.7, Plu.2.440a, Luc.Par.13, D.H.7.9, Aesop.l.c., 216, A.Al.7A.113
•escuela especializada: de coros δ. ... κατεσκεύασα Antipho 6.11, de música διδασκαλείων ἐπιμεληταί Pl.Lg.764c, cf. Ath.348d, de leyes τὰ κοινὰ τῆς δικαιοσύνης διδασκαλεῖα X.Cyr.1.2.15, de retórica δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.[20.2] 5, cf. Paus.6.17.9, de medicina δ. Ἡροφιλείων ἰατρῶν μέγα Str.12.8.20, de doctrina teológica εἰς τὰ τῶν ἱερῶν νόμων διδασκαλεῖα φοιτήσας Ph.2.186, συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα Eus.HE 4.7.3
•fig. escuela, enseñanza τὸ δεῖσθαι τῶν πέλας ... μέγα δ. τῆς ἀναιδείας ἔφυ Trag.Adesp.558, τὸν θάλαμον αὐτῇ δ. εὐταξίας ... γενησόμενον Plu.2.145a, τὰ συσσίτια ... διδασκαλεῖα σωφροσύνης Plu.Lyc.12, cf. Ph.2.592, τὸ γὰρ ἔθος τῇσι χερσὶ κάλλιστον δ. γίνεται Hp.Flat.1, de filosofía ὁ δὲ Πλάτων ... συνέστησε τὸ δ. Hippol.Haer.1.18.2, ἡ μεσογεία ... τῆς Ἀττικῆς ἀγαθὸν δ. ἀνδρὶ βουλομένῳ διαλέγεσθαι Philostr.VS 553, δ. τῶν ἡρώων Aen.Gaz.Ep.17.
2 escuela, grupo en torno a un maestro τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.2, διαδεξάμενος ... αὐτὸν Μαρκίων ... ηὔξησε τὸ δ. Iren.Lugd.Haer.1.27.2.
3 plu. διδασκαλεῖα = paga por la enseñanza, recompensa por la enseñanza fig. ἀπέδωκε ... τῷ ἑαυτοῦ διδασκάλῳ τροφεῖα καὶ διδασκαλεῖα ἐν τῇ Ὀδυσσείῃ Ps.Hdt.Vit.Hom.26.
Greek Monotonic
δῐδασκᾰλεῖον: τό (διδάσκαλος), χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δῐδασκᾰλεῖον: τό училище, школа Thuc., Xen., Plat., Aeschin., Arst.
Middle Liddell
δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό, n διδάσκαλος
a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.