Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελάμπυγος

From LSJ
Revision as of 21:30, 18 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | Nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπῡγος Medium diacritics: μελάμπυγος Low diacritics: μελάμπυγος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΥΓΟΣ
Transliteration A: melámpygos Transliteration B: melampygos Transliteration C: melampygos Beta Code: mela/mpugos

English (LSJ)

ον,
A black-bottomed, considered a mark of manhood, Eub.61; a name of Heracles, μελάμπυγος τοῖς ἐχθροῖς = a very Heracles to his enemies, Ar.Lys.802 (lyr.), cf. Hdt.7.216: prov., μή τευ μελαμπύγου τύχης = take care not to 'catch a Tartar', Archil.110.
II of a kind of eagle, v. πύγαργος.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzem, schwarzbehaartem Hintern, was als Zeichen besonderer Mannhaftigkeit galt, ἐχθροῖς, Ar. Lys. 802. Vgl. Hesych. u. λευκόπυγος.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπῡγος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν, δηλ. δασεῖαν τὴν πυγήν, τριχωτὰ ὀπίσθια, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς σημεῖον ἀνδρείας (πρβλ. λάσιος), Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσι» 2· ὄνομα τοῦ Ἡρακλέους, μ. τοῖς ἐχθροῖς, «σωστὸς Ἡρακλῆς διὰ τοὺς ἐχθρούς», Ἀριστοφ. Λυσ. 802· ἴδε Müller Dor. 2. 12, § 10, Wess. εἰς Ἡρόδ. 7. 216· ἐντεῦθεν τὸ παροιμιακόν, μή τευ μελαμπύγου τύχῃς, πρόσεχε νὰ μή σου τύχῃ κανεὶς μαλλιαρόκωλος, νὰ μὴ εὕρῃς τὸν διάβολόν σου, Ἀρχίλ. 99. ΙΙ. ἐπὶ ἀγρίου καὶ ὁρμητικοῦ εἴδους ἀετοῦ (ἴδε ἐν λ. πύγαργος).

Greek Monolingual

μελάμπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας
2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος
προσωνυμία του Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν» — πραγματικός Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, Αριστοφ.)
3. είδος άγριου και ορμητικού αετού
4. παροιμ. «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από σένα και τά πληρώσεις όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].

Russian (Dvoretsky)

μελάμπῡγος:
1) чернозадый (эпитет Геракла) Luc.;
2) храбрый, нагоняющий страх (τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν Arph.).