προνοώ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Greek Monolingual
προνοῶ, -έω, ΝΜΑ νοῶ
δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω (α. «θεῑος νοῦς νοεῑ μὲν ὡς νοῦς, προνοεῑ δὲ ὡς θεός», Πρόκλ.
β. «δόλον δ' οὔτι προνόησαν», Ομ. Ιλ.)
2. χορηγώ, παρέχω («Ἰησοῦς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)
αρχ.
1. προσχεδιάζω, μελετώ εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», Ξεν.)
2. είμαι προνοητικός, παίρνω τα αναγκαία μέτρα για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», Ευρ.)
3. μέσ. προνοοῦμαι
α) προβλέπω («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῖσθαι ὑπὲρ τῶν μελλόντων», Ξεν.)
β) φροντίζω, μεριμνώ από πριν («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», Θουκ.)
γ) εποπτεύω, επιβλέπω («προνοεῖσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», επιγρ.).