ἐξαναπνέω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
recover breath, Pl.Phdr.254c, Sph.231c.
German (Pape)
[Seite 868] (s. πνέω), wieder zu Athem kommen, sich erholen; Plat. Soph. 231 c; μόγις ἐξαναπνεύσας Phaedr. 254 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναπνέω: ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν, ἰδίως μετά τι πάθημα, μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, Σοφ. 231C.
Spanish (DGE)
recobrar el aliento, tomar un respiro μόγις ἐξαναπνεύσας ἐλοιδόρησεν ὀργῇ Pl.Phdr.254c, πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν Pl.Sph.231c.
Greek Monolingual
ἐξαναπνέω (Α)
αποκτώ και πάλι την αναπνοή μου, ξαναπαίρνω ανάσα, αναπνέω και πάλι («πρῶτον δὴ στάντες οἷον ἐξαναπνεύσωμεν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναπνέω: переводить дыхание Plat.