ἀπερίσκεπτος

From LSJ
Revision as of 20:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίσκεπτος Medium diacritics: ἀπερίσκεπτος Low diacritics: απερίσκεπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: aperískeptos Transliteration B: aperiskeptos Transliteration C: aperiskeptos Beta Code: a)peri/skeptos

English (LSJ)

ον, A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv.-τως Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. -ότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125. II Pass., uninvestigated, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.

German (Pape)

[Seite 288] unüberlegt, unbesonnen, ἐλπίς Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ τολμηρός D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσκεπτος: -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, ἐπιπόλαιος, ἀστόχαστος, Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inconsidéré.
Étymologie: , περισκέπτομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no investigado, no tenido en consideración πολλὰ ... ἀ. ... καταλιπών Ph.1.387.
2 que no reflexiona, insensato, precipitado ἐλπίς esperanza no basada en la reflexión Th.4.108, τοὺς δὲ ἑταίρους ... ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών Sch.Theoc.9.33f
indocumentado, negligente en la investigación ἀ. δέ εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες Sch.E.Andr.224
subst. τὸ ἀ. irreflexión, precipitación τὸ τοῦ Τερεντίου ἀ. D.C.57.25
neutr. compar. como adv. irreflexivamente, sin atender a nada ἐπίστευσάν τε τῷ ἀνθρώπῳ πολλῷ ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, ἀ. καὶ ἄνευ ἐπιστροφῆς λογικῆς ἱσταμένους Chrysipp.Stoic.3.125.
II adv. -ως insensata, irreflexivamente, sin esperar a nada ἀ. εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι Th.4.10, εὐθὺς ἀ. προσπεσόντες Th.6.57, ἀ. λέγειν Plu.2.87d, ἀ. πράγμασιν ἐγχειροῦντες Aesop.217.3, cf. Ph.2.340, D.H.6.10, Ach.Tat.6.5.1.

Greek Monolingual

κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM ἀπερίσκεπτος, -ον)
ασυλλόγιστος, αστόχαστος.

Greek Monotonic

ἀπερίσκεπτος: -ον (περισκέπτομαι), επιπόλαιος, αυτός που δεν εξετάζει σε βάθος τα ζητήματα, αστόχαστος, σε Θουκ.· επίρρ. -τως· συγκρ. -ότερον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίσκεπτος:
1) необдуманный, безрассудный (ἐλπίς Thuc.);
2) не принимающий во внимание (τινος Plut.).

Middle Liddell

περισκέπτομαι
inconsiderate, thoughtless, Thuc. adv. -τως; comp. -ότερον, Thuc.

English (Woodhouse)

careless, hasty, rash, unreasoning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)