ὁμηλικία

From LSJ
Revision as of 20:23, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμηλῐκία Medium diacritics: ὁμηλικία Low diacritics: ομηλικία Capitals: ΟΜΗΛΙΚΙΑ
Transliteration A: homēlikía Transliteration B: homēlikia Transliteration C: omilikia Beta Code: o(mhliki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A sameness of age (so perhaps Il.20.465), used as a collective, those of the same age, especially of young persons, ὁμηλικίην ἐρατεινήν Il.3.175; ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.326, cf. Od. 3.364, Thgn.1018; οἶος -ίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι Od.2.158, cf. Il.13.431 : as subj. of pl. verb, Supp.Epigr.1.567.6 (Karanis, iii B.C.). II of one person, = ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ but he is of the same age with myself, Od.3.49; ὁ. δέ μοί ἐσσι 22.209, cf. 6.23; of two persons, Il.13.485.

German (Pape)

[Seite 330] ἡ, das gleiche Alter; bes. collectiv, die Menschen von gleichem Alter, gleicher Jugend, die Gespielen, πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν, Il. 13, 431; λιποῦσα ὁμηλικίην ἐρατεινήν, 3, 175; vgl. 5, 326 Od. 2, 158; auch von Einzelnen, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ, mit mir gleichaltrig, 3, 49. 6, 23. 22, 209, was man fälschlich als fem. von einem nicht vorkommenden ὁμηλίκιος genommen hat; εἰ γὰρ ὁμηλικίη τε γενοίμεθα τῷδ' ἐπὶ θυμῷ, wenn wir bei dieser Gesinnung gleichaltrig wären, Il. 13, 485; Theogn. 1018.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμηλῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, ταυτότης ἡλικίας, μάλιστα ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων· καὶ ὡς περιληπτικόν, οἱ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχοντες, ὁμήλικοι, φίλοι, «σύντροφοι», ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ἰλ. Γ. 175· ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Ε. 326, πρβλ. Θέογν. 1018· περὶ τοῦ ὁμηλικίην ἐκέκαστο ἐν Ὀδ. Β. 158, ἴδε ἐν λ. καίνυμαι. ΙΙ. λεγόμενον πρὸς γυναῖκα, = ὁμῆλιξ, τῆς αὐτῆς ἡλικίας, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ Ὀδ. Γ. 49· ὁμ. δέ μοί ἐσσι Χ. 209.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 égalité d’âge;
2 collect. ceux du même âge, les contemporains ; p. ext., au sg. contemporain de, τινι.
Étymologie: ὁμῆλιξ.

Greek Monolingual

ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) ομήλιξ
1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας
2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία.

Greek Monotonic

ὁμηλῐκία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. το να έχει κάποιος την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ιδίως λέγεται για νέους· και, ως περιληπτικό, συνομήλικοι, φίλοι, σύντροφοι κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.
II. όταν απευθύνεται σε γυναίκα, =ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ, μα εσύ έχεις την ίδια ηλικία με μένα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηλῐκία: эп.-ион. ὁμηλῐκίη ἡ
1) одинаковый возраст (εἰ ὁμηλικίῃ γενοίμεθα Hom.);
2) ровесник, ровесница (ὁ. δέ μοί ἐσσι Hom.);
3) собир. ровесники, сверстники: ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Hom. которого он чтил больше всех своих сверстников.

Middle Liddell

ὁμ-ηλῐκία, ἡ,
I. sameness of age, especially of young persons; and as a collective, those of the same age, one's friends, comrades, Hom., Theogn.
II. addressed to a female, = ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ but thou art of the same age with myself, Od.