βαλιός
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
English (LSJ)
ά, όν, A spotted, dappled, ἔλαφος, λύγκες, E.Hec.90, Alc.579 (both lyr.); πέρδιξ AP7.203 (Simm.). 2 parox., βαλίος, as name of one of Achilles' horses, Piebald, Dapple, Il.16.149, al., cf. E.IA 222. II swift, Opp.C.2.314, Tryph.84, Nonn.D.9.156, al.
German (Pape)
[Seite 429] 1) mit Flocken gleichsam beworfen (βάλλω), scheckig, VLL. ποικίλος. Bei Hom. Iliad. 16, 149. 19, 400 Name des einen Pferdes des Achilleus, wo es Βαλίος geschrieben wird, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 495. 16, 149, Lehrs Aristarch. p. 278 ff. Doch schwankt der Accent auch fast in allen anderen Stellen; πῶλοι λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοί Eur. I. A. 222; λύγκες Alc. 519; ἔλαφος Hec. 90; Hipp. 218; Leon. Al. 11 (VI, 326); πέρδιξ Simm. Rhod. 4 (VII, 203). – 2) schnell, ἄελλαι Opp. C. 2, 314; αὖραι Nonn. D. 9, 156.
Greek (Liddell-Scott)
βαλῐός: -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, στικτός, ποικίλος, παρδαλός, ἔλαφος, λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, ὄνομα ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. αἰόλος.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
moucheté, tacheté.
Étymologie: DELG ?
Spanish (DGE)
(βᾰλιός) -ά, -όν
1 moteado, manchado del pelaje de anim. rodado, empedrado ἔλαφος E.Hec.90, μόσχος E.IA 1081, λύγκες E.Alc.579, πῶλοι E.Rh.356, πέρδιξ Simm.20.3, θῆρες Opp.C.2.314.
2 ligero, veloz πτερά Call.Fr.110.53, γόνατα Triph.84, αὔραι Nonn.D.9.156, ἄελλαι Nonn.Par.Eu.Io.10.20; cf. βάλιος.
• Etimología: Quizá de origen oriental y rel. φαλιός, q.u.
Greek Monolingual
βαλιός, -ά, -όν (Α)
1. παρδαλός, με στίγματα, βούλες διαφορετικού χρώματος
2. γρήγορος
3. (το αρσ. παροξύτονο, ως κύρ. όν.) Βαλίος, ο
το ένα από τα άλογα του Αχιλλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. από γλώσσα όπου το αρχικό bh αντιπροσωπεύεται με -b-, φθόγγος πολύ σπάνιος στην Ινδοευρωπαϊκή. Η κατάλ. -i(F)os του τ. συνήθης στα επίθετα που δηλώνουν χρώματα (πρβλ. πολιός, φαλιός κ.ά.)].
Greek Monotonic
βᾰλιός: -ά, -όν,
I. διάστικτος, παρδαλός, πιτσιλωτός, σε Ευρ.
II. ως παροξ., Βαλίος, όνομα ενός από τα άλογα του Αχιλλέα, «Παρδάλης», σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βᾰλιός: пятнистый, пегий (ἔλαφος Eur.; πέρδιξ Anth.): πῶλοι λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοί Eur. серые в яблоках жеребцы.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: spotted, dappled (E.), swift (Opp.; after ἀργός).
Other forms: with diff. accent (Schwyzer 380, 635) Βαλίος name of a horse of Achills (Il.).
Derivatives: From this βαλία ὀφθαλμία H.?
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf πολιός and other colour adjectives in -ι(Ϝ)ός (Schwyzer 472, Chantraine Form. 123). As b- is rare in PIE one thought of a loanword; Solmsen KZ 34, 72ff. (Thracian/Phrygian), Pok. 118 and Grošelj Živa Ant. 3, 203 (Illyrian), Schwyzer 68 n. 3 (Macedonian?). - Real Greek would be φαλιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλιός -ά -όν en βάλιος -α -ον gespikkeld, gevlekt.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
spotted, dappled, Eur.
Frisk Etymology German
βαλιός: {baliós}
Forms: Mit verschobenem Akzent (Schwyzer 380, 635) Βαλίος als Name des Pferdes Achills (Il.).
Meaning: weißgefleckt, scheckig (E. in lyr., AP), schnell (Opp. u. a.; nach Vorbild von ἀργός).
Derivative: Davon wohl βαλία· ὀφθαλμία H.
Etymology : Vgl. zur Bildung πολιός und andere Farbenadjektiva auf -ι(ϝ)ός (Schwyzer 472, Chantraine Formation 123); sonst dunkel. Wegen des im Indog. sehr seltenen b-Lautes hat man wiederholt fremden Ursprung vermutet; so Solmsen KZ 34, 72ff. (thrakisch), Pok. 118 und Grošelj Živa Ant. 3, 203 (illyrisch), v. Windekens Le Pélasgique 75f. mit Georgiev (pelasgisch), Schwyzer 68 A. 3 (makedonisch?). — Unwahrscheinliche idg. Etymologie bei Schulze Kl. Schr. 117. Anknüpfung an βάλλω (Bq, WP. 1, 691) ist schwer semantisch zu rechtfertigen.
Page 1,214