πολυύμνητος

From LSJ
Revision as of 18:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυύμνητος Medium diacritics: πολυύμνητος Low diacritics: πολυύμνητος Capitals: ΠΟΛΥΥΜΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polyúmnētos Transliteration B: polyymnētos Transliteration C: polyymnitos Beta Code: poluu/mnhtos

English (LSJ)

ον, A much-famed in song, Pi.N.2.5, M.Ant.7.6, Chor. in Jahrb.9.187.

German (Pape)

[Seite 675] viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολυύμνητος: -ον, ὁ πολὺ ὑμνούμενος, Πινδ. Ν. 2. 8, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 6, κτλ.

English (Slater)

πολῠύμνητος
   1 much celebrated in song Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)

Spanish

muy alabado con himnos

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυύμνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑμνητός (< ὑμνῶ)].

Greek Monotonic

πολυύμνητος: -ον, αυτός που έχει υμνηθεί πολύ, πολύ γνωστός στο τραγούδι, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυύμνητος -ον [πολύς, ὑμνέω] veel bezongen.

Middle Liddell

πολυ-ύμνητος, ον,
much-famed in song, Pind.