σκιαμαχία
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ἡ, A a fighting against a shadow: esp. a form of exercise with hands and feet, Ph.1.153. 2 metaph., fighting with a shadow, mock-fight, 'beating the air', Cic.Fam.11.14.1 (pl.), Plu.2.514d, Eust.663.16; title of satire by Varro, Non.p.190 L.—σκιομαχία is a later form, Gal.6.146.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, 1) das Fechten im Schatten, d. i. zu Hause oder in der Fechtschule, nicht auf dem Schlachtfelde, bes. eine Fechtübung mit Händen u. Füßen. – 2) das Fechten mit dem Schatten, die Spiegelfechterei, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱμᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ χειρονομία, πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, ψευδὴς μάχη, Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία εἶναι μεταγεν. τύπος, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat contre une ombre, combat chimérique.
Étymologie: σκιαμαχέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σκιομαχία Α σκιαμαχῶ
το να μάχεται κανείς με κάτι το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως είναι η σκιά, μάταιος, άσκοπος αγώνας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Σκιαμαχία
τίτλος σάτιρας του Ουάρρωνος
2. το να μάχεται κανείς στη σκιά ή να ασκείται για μάχη κάτω από σκιά
3. (ειδικά) είδος άσκησης για την εγκύμναση τών χεριών και τών ποδιών.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾱμᾰχία: ἡ бесплодная борьба, пустой спор Plut.