φαρκίς
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, A wrinkle, S.Fr.1108 (φαρμακίδα cod. Phot.), Erot. s.v. φαρκιδῶδες.
German (Pape)
[Seite 1255] ῖδος, ἡ, Runzel, Falte, Soph. bei Phot., der ἡ ἐκ τοῦ γήρως ῥυτίς erkl.
Greek (Liddell-Scott)
φαρκίς: ῑδος, ἡ, «ῥυτὶς ἡ ἐκ τοῦ γήρως γινομένη» (Ἡσύχ.), Σοφ. Ἀποσπ. 955. [Ἴδε Δράκ. σ. 23, 45].
Greek Monolingual
-ῑδος, ἡ, Α
ρυτίδα, ζαρωματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα bher- «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση -k- και επίθημα -ίς, -ῖδος (πρβλ. κηλ-ίς, σφραγ-ίς) και συνδέεται με το λιθουαν. brukis «βέλος». Η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «φορκόν
λευκόν, πολιόν, ῥυσόν» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. λ. φορκός)].
Russian (Dvoretsky)
φαρκίς: ῖδος ἡ морщина Soph.
Frisk Etymology German
φαρκίς: -ῖδος
{pharkís}
Forms: Daneben φορκόν· λευκόν, πολιόν, ῥυσόν H.
Grammar: f.
Meaning: Runzel (S.Fr. 1108, Erot.)
Derivative: mit -ιδώδης runzelig (Hp. ap. Erot.), -ιδούμενοι· στυγνάζοντες H. (vom düsteren Anblick, eig. sich runzelnd).
Etymology: Unerklärt. Persson Beitr. 2, 859 erinnert an lat. fricāre abreiben, lit. brũkis Strich, Linie mit braũkti streichen, reiben mit weiterem Anschluß an ein Verb schneiden, spalten, bohren (s. φάρος). Im Sinn von ’λευκός, πολιός’ kann φορκός zu einem Verb für glänzen gehören, wozu u.a. got. bairhts, nengl. bright (WP. 2, 169f., Pok. 139ff.); aus der Bed. ’πολιός’ sekundär ’ῥυσός’ ?
Page 2,992