προεξαγκωνίζω

From LSJ
Revision as of 07:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξαγκωνίζω Medium diacritics: προεξαγκωνίζω Low diacritics: προεξαγκωνίζω Capitals: ΠΡΟΕΞΑΓΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: proexankōnízō Transliteration B: proexankōnizō Transliteration C: proeksagkonizo Beta Code: proecagkwni/zw

English (LSJ)

as a pugilistic term, A spar before beginning to fight: hence metaph., of a speaker, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται Arist.Rh.1416a2.

Greek (Liddell-Scott)

προεξαγκωνίζω: ὡς ὅρος πυκτευτικός, κινῶ τὰς χεῖρας πρὶν ἢ ἀρχίσω νὰ πυγμαχῶ· μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11· ἴδε Spanh. εἰς Καλλ. εἰς Δῆλ. 322.

French (Bailly abrégé)

préluder à la lutte en s'escrimant des bras.
Étymologie: πρό, ἐξαγκωνίζω.

Greek Monolingual

Α
(στην πυγμαχία) κινώ προς τα πίσω τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξαγκωνίζω «σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα»].

Greek Monotonic

προεξαγκωνίζω: μέλ. -σω, λέγεται για τους πυγμάχους, κινώ τα χέρια πριν ξεκινήσω να μάχομαι· επίσης λέγεται για ομιλητή, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προεξαγκωνίζω: (о кулачных бойцах) делать подготовительные движения руками, перен. (об ораторах) подготовляться: οὐδὲν προεξαγκωνίσας εὐθὺς ἄρχεται Arst. он без обиняков прямо начинает.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξαγκωνίζω een warming-up doen (van een bokser); overdr.. οὐδέν... προεξαγκωνίσας zonder enige voorbereiding Aristot. Rh. 1416a2.

Middle Liddell

fut. σω
of pugilists, to move the arms before beginning to fight: also of a speaker, Arist.