παιδογονία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἡ, A begetting of children, Pl.Smp. 208e, Hld.10.40; giving birth to children, of the mother, Ath.Med. ap. Orib.inc.7.3, Sor.1.27.
παιδο-γόνια (sc. ἱερά), τά, a festival A at a child's birth, D.S.33.13.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, Kindererzeugung, Plat. Legg. VI, 779 d Conv. 208 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδογονία: ἡ, ἡ γέννησις παίδων, Πλάτ. Συμπ. 208Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
procréation d’enfants.
Étymologie: παιδογόνος.
Greek Monolingual
η (Α παιδογονία) παιδογόνος
η γέννηση παιδιών
νεοελλ.
η παιδογένεση.
Greek Monotonic
παιδογονία: ἡ, γέννηση παιδιών, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παιδογονία: ἡ деторождение Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδογονία -ας, ἡ [παιδογόνος] het verwekken van kinderen.
Middle Liddell
παιδογονία, ἡ,
a begetting of children, Plat. [from παιδογόνος