σιτοπομπία
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
(in codd. freq. -εία), ἡ, A conveyance, transport of corn, D.18.87, 241, 301, 23.155, IG22.1629.220. II supply of corn, τῆς σ. ἐπιλιπούσης D.S. 14.55, cf. SIG839.12 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 886] ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσθαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοπομπία: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχν. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ μεταφορά, μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. ἐφόδιον σίτου, σῖτος ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transport ou convoi de blé ou de vivres.
Étymologie: σῖτος, πέμπω.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιτοπομπός
1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία
2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι.
Greek Monotonic
σῑτοπομπία: ἡ (πέμπω), μεταφορά, αποστολή σιτηρών με συνοδεία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοπομπία: ἡ доставка хлеба или продовольствия Dem., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοπομπία -ας, ἡ [σῖτος, πέμπω] graantransport.
Middle Liddell
σῑτο-πομπία, ἡ, πέμπω
the conveyance or convoy of corn, Dem.