διάρριμμα

From LSJ
Revision as of 11:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρριμμα Medium diacritics: διάρριμμα Low diacritics: διάρριμμα Capitals: ΔΙΑΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: diárrimma Transliteration B: diarrimma Transliteration C: diarrimma Beta Code: dia/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό, A casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allées et venues d'un chien qui se jette de côté et d'autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.

Greek Monotonic

διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).

Middle Liddell

διάρριμμα, ατος, τό, n [from διαρρίπτω
a casting about, Xen.