χαροπότης

From LSJ
Revision as of 12:36, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροπότης Medium diacritics: χαροπότης Low diacritics: χαροπότης Capitals: ΧΑΡΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: charopótēs Transliteration B: charopotēs Transliteration C: charopotis Beta Code: xaropo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30. 2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d. 3 brightness, Simp. in Cat.298.15.

German (Pape)

[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
couleur d'un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαρωπότητα.

Greek Monotonic

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰροπότης: ητος ἡ голубизна (αἰθέριος, ὀμμάτων Plut.).

Middle Liddell

χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]
brightness of eye: a light-blue colour, Plut.