παρακρουσιχοίνικος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.
German (Pape)
[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι-χοίνικος)].