προκαταθέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
run down before, v.l. in X. An.6.3.10.
German (Pape)
[Seite 728] (s. θέω), vorher od. voran herablaufen, gegen Einen einen Streifzug machen, Xen. An. 6, 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταθέω: τρέχω πρὸς τὰ κάτω πρότερον, Ξεν Ἀνάβ. 6. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
courir en avant.
Étymologie: πρό, καταθέω.
Greek Monolingual
Α
τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»].
Greek Monotonic
προκαταθέω: τρέχω μπροστά από κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προκαταθέω: выбегать вперед, т. е. совершать набеги (οἱ ἱππεῖς προκαταθέοντες Xen. - v.l. καταθέοντες).