προεξέρχομαι

From LSJ
Revision as of 16:08, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέρχομαι Medium diacritics: προεξέρχομαι Low diacritics: προεξέρχομαι Capitals: ΠΡΟΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proexérchomai Transliteration B: proexerchomai Transliteration C: proekserchomai Beta Code: proece/rxomai

English (LSJ)

go out before, τῷ πεζῷ Th.7.74; εἰς Σαρδόνα Plb.2.23.6; τῆς πόλεως D.H.1.46; π. τοῦ βίου πρὶν… J.AJ2.7.2 (so abs. -ελθών previously deceased, Supp.Epigr.6.236 (Phrygia)); φῶς φωτὸς π. Ph. 1.603: abs., anticipate arrest by flight, SIG 283.11 (Edict. Alex. Magni).

German (Pape)

[Seite 721] (s. ἔρχομαι), vorher herauskommen, ausrücken, Thuc. 7, 74 u. Folgde; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα, Pol. 2, 23, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέρχομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι πρότερον, τῷ πεζῷ Θουκ. 7. 74· τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 1. 46· εἰς Σαρδόνα Πολύβ. 2. 23. 6.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προεξῆλθον, etc.
s'avancer contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐξέρχομαι.

Greek Monolingual

Α
1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο
2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας
3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός.

Greek Monotonic

προεξέρχομαι: αποθ., βγαίνω έξω από πριν, τῷ πεζῷ, με το πεζικό, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προεξέρχομαι: (aor. 2 προεξῆλθον) выходить ранее или вперед: τῷ πεζῷ προεξελθόντες Thuc. выступив вперед с пехотой; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα Polyb. (Гай Атилий) уже раньше отбыл в Сардинию.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέρχομαι als eerste vertrekken; milit. als eerste uitrukken.

Middle Liddell


Dep. to go out before, τῷ πεζῷ with the infantry, Thuc.