συγκατοικέω

From LSJ
Revision as of 18:28, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικέω Medium diacritics: συγκατοικέω Low diacritics: συγκατοικέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: synkatoikéō Transliteration B: synkatoikeō Transliteration C: sygkatoikeo Beta Code: sugkatoike/w

English (LSJ)

dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.

German (Pape)

[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικέω: κατοικῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος Σοφ. Ο. Κ. 1259.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατοικέω.

Greek Monotonic

συγκατοικέω: μέλ. -ήσω, διαμένω, κατοικώ μαζί με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ, τινί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατοικέω samenwonen met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικέω: обитать вместе, жить рядом (τινι Plut.): σ. γέροντι Soph. быть неразлучным со стариком, т. е. сопутствовать старости.

Middle Liddell

fut. ήσω
to dwell with one, τινί Soph.