δραγμεύω
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
collect the corn into sheaves, Il.18.555.
German (Pape)
[Seite 664] Aehren zusammenfassen, um Garben zu machen, Homer einmal, Il. 18, 555.
Greek (Liddell-Scott)
δραγμεύω: συνάγω τὸν σῖτον εἰς δέματα, Ἰλ. Σ. 555.
French (Bailly abrégé)
lier en gerbes, gerber.
Étymologie: δραγμός.
English (Autenrieth)
(δράγμα): gather handfuls of grain, as they fall from the sickle, Il. 18.555†.
Spanish (DGE)
recoger los manojos παῖδες δραγμεύοντες Il.18.555.
Greek Monolingual
δραγμεύω (Α)
μαζεύω τα στάχυα και κάνω δεμάτια, χειρόβολα.
Greek Monotonic
δραγμεύω: μέλ. -σω (δράγμα), μαζεύω σιτάρι σε δεμάτια, σε χειρόβολα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δραγμεύω: собирать колосья, вязать колосья в свопы (παῖδες δραγμεύοντες Hom.).