νουνέχεια
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ἡ, good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.
Greek (Liddell-Scott)
νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.
Greek Monolingual
η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.
Greek Monotonic
νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
νουνέχεια: ἡ благоразумие, рассудительность (ν. καὶ ἐπιδεξιότης Polyb.).
Middle Liddell
νουνέχεια, ἡ,
good sense, discretion, Polyb. [from νουνεχής