ὑπερκέρασις
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
εως, ἡ, an outflanking on one wing, Plb.1.27.5, Ascl. Tact.10.2, Arr.Tact.29.9, Ael.Tact.25.1, 38.1; cf. sq. and ὑπερφαλάγγησις.
German (Pape)
[Seite 1197] ἡ, das Überflügeln, Pol. 1, 27, 5. 11, 23, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκέρασις: ἡ, ὑπερφαλάγγησις, κύκλωσις τοῦ κέρατος (τοῦ στρατοῦ), Πολύβ. 1. 27, 5, κτλ.· πρβλ. ὑπερφαλάγγησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
débordement des ailes ou d’une aile d’une armée.
Étymologie: ὑπερκεράω.
Greek Monotonic
ὑπερκέρασις: ἡ, υπερφαλλαγίζω, κυκλώνω το ένα άκρο, τη μία πτέρυγα, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκέρασις: εως ἡ обход с флангов, фланговый охват Polyb.
Middle Liddell
ὑπερ-κέρασις, εως,
an outflanking on one wing, Polyb.