περιέλευσις
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
εως, ἡ, coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις: gloss on περίοδος, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α
1. το να περιέρχεται κανείς σε ένα μέρος, να μετακινείται από σημείο σε σημείο
2. η περίοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔλευσις (< θ. ἐλεύθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. του ἐλεύθω «έρχομαι»)].
Russian (Dvoretsky)
περιέλευσις: εως ἡ круговое движение, круговращение Plut.