ἀναπολίζω

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπολίζω Medium diacritics: ἀναπολίζω Low diacritics: αναπολίζω Capitals: ΑΝΑΠΟΛΙΖΩ
Transliteration A: anapolízō Transliteration B: anapolizō Transliteration C: anapolizo Beta Code: a)napoli/zw

English (LSJ)

= ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.

German (Pape)

[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.

English (Slater)

ἀναπολίζω cultivate, plough met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.

Spanish (DGE)

binar, dar vuelta, labrar ἄρουραν Pi.P.6.3.

Greek Monolingual

ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].

Greek Monotonic

ἀναπολίζω: = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπολίζω: перепахивать (ἄρουραν Pind.).

Middle Liddell

= ἀναπολέω
of a field, Pind.