δελεάρπαξ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
αγος, ὁ, ἡ, snapping at the bait, πέρκη AP7.504.3 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 544] αγος, den Köder wegschnappend, Leon. Tar. 98 (VII, 504).
Greek (Liddell-Scott)
δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, ὁ τὸ δέλεαρ μεθ’ ὁρμῆς ἁρπάζων, πέρκης Ἀνθ. Π. 7. 504.
French (Bailly abrégé)
αγος (ὁ, ἡ)
qui saisit avidement l'appât.
Étymologie: δέλεαρ, ἁρπάζω.
Spanish (DGE)
-αγος que se engancha al cebo πέρκη AP 7.504 (Leon.).
Greek Monolingual
δελεάρπαξ (-άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ (-γος)].
Greek Monotonic
δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το δόλωμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δελεάρπαξ: ᾰγος adj. хватающий приманку (πέρκη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] die het aas wegrukt.
Middle Liddell
snapping at the bait, Anth.