δυσανάτρεπτος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ον, hard to overthrow, δύναμις Plu.Caes.4, cf. Gal. 18(1).604.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de darse la vuelta fig. difícil de cambiar δύναμις ref. a la influencia política, Plu.Caes.4, λόγος Sch.S.Ai.1108bCh.
•neutr. subst. τὸ δ. ... τῆς Ἰησοῦ ψυχῆς Didym.in Ps.148.9.
2 difícil de derribar neutr. compar. como adv. δυσανατρεπτότερον ἵστασθαι Gal.18(1).604.
German (Pape)
[Seite 675] schwer umzustoßen; δύναμις Plut. Caes. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάτρεπτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renverser.
Étymologie: δυσ-, ἀνατρέπω.
Greek Monolingual
δυσανάτρεπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ανατρέπεται.
Greek Monotonic
δυσανάτρεπτος: -ον (ἀνατρέπω), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσανάτρεπτος: с трудом свергаемый, незыблемый (δύναμις Plut.).
Middle Liddell
δυσανάτρεπτος, ον adj ἀνατρέπω
hard to overthrow, Plut.