δύσογκος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de transportar, demasiado pesado πλοῦτος Plu.Aem.12.
German (Pape)
[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très lourd.
Étymologie: δυσ-, ὄγκος.
Greek Monolingual
δύσογκος, -ον (Α)
πάρα πολύ βαρύς.
Greek Monotonic
δύσογκος: -ον, υπερβολικός σε όγκο, φορτικός, ασήκωτος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσογκος: непомерно тяжелый, обременительный (πλοῦτος Plut.).
Middle Liddell
δύσ-ογκος, ον
over heavy, burdensome, Plut.