ἀκανθολόγος

From LSJ
Revision as of 12:36, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθολόγος Medium diacritics: ἀκανθολόγος Low diacritics: ακανθολόγος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akanthológos Transliteration B: akanthologos Transliteration C: akanthologos Beta Code: a)kanqolo/gos

English (LSJ)

ον, gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².

Greek Monolingual

-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].

Greek Monotonic

ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθολόγος: подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν φῦλον Anth.).

Middle Liddell

λέγω
gathering thorns, nickname of quibblers, Anth.