εἰσπαίω
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
aor. εἰσέπαισα, burst or rush in, S.OT1252, Xenarch.1.3, J.BJ4.1.9: c. acc. loci, κρυπτὸν λόχον εἰσπαίσας E.Rh.560 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- E.Rh.560
penetrar impetuosamente, irrumpir βοῶν γὰρ εἰσέπαισεν Οἰδίπους S.OT 1252, cf. Xenarch.1.3, εἰσπεπαικότων πάντων τῶν πολεμίων I.BI 4.67, c. εἰς y ac. Alex.90.5
•c. ac. κρυπτὸν λόχον ἐσπαίσας E.l.c.
German (Pape)
[Seite 745] (s. παίω), hineinspringen, -stürmen, Soph. O. R. 1252; ἀλάστωρ εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν Xenarch. Ath. II, 63 f.; c. accus., Eur. Rhes. 560.
French (Bailly abrégé)
se précipiter dans ou sur.
Étymologie: εἰς, παίω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπαίω: ἀόρ. εἰσέπαισα, εἰσορμῶ, βοῶν γὰρ εἰσέπαισαν Οἰδίπους Σοφ. Ο. Τ. 1252, Ξέναρχος παρ’ Ἀθην. 63F· μετ’ αἰτ. τόπου, κρυπτὸν λόχον εἰσπαίσας Εὐρ. Ρῆσ. 560.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσπαίω: αόρ. αʹ -έπαισα, εισβάλλω ή ορμώ σε, σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπαίω: врываться, вбегать (βοῶν εἰσέπαισεν Οἰδίπους Soph.): κρυπτὸν λόχον εἰσπαίσας Eur. попав в скрытую засаду.