θυμοσοφικός

From LSJ
Revision as of 19:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοσοφικός Medium diacritics: θυμοσοφικός Low diacritics: θυμοσοφικός Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: thymosophikós Transliteration B: thymosophikos Transliteration C: thymosofikos Beta Code: qumosofiko/s

English (LSJ)

ή, όν, clever, Ar.V.1280 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.

Greek Monotonic

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοσοφικός: рассудительный, разумный Arph.

Middle Liddell

θῡμοσοφικός, ή, όν
like a clever fellow, Ar. [from θῡμόσοφος]