εὐρύπορος

From LSJ
Revision as of 19:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠπορος Medium diacritics: εὐρύπορος Low diacritics: ευρύπορος Capitals: ΕΥΡΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýporos Transliteration B: euryporos Transliteration C: evryporos Beta Code: eu)ru/poros

English (LSJ)

ον, with broad ways, in Hom. always of the sea (as εὐρυόδεια of the earth), where all may roam at will, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381, cf. Od.4.432, 12.2, A. Pers.108.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breiten Pfaden, θάλασσα, das nach allen Richtungen hin befahren werden kann, Il. 15. 381 Od. 4, 432. 12, 2; Aesch. Pers. 108; sp. Ep. Vgl. εὐρυόδειος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large passage, vaste, immense.
Étymologie: εὐρύς, πόρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύπορος: -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ εὐρυόδεια ἐπὶ τῆς γῆς), ἔνθα πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.

English (Autenrieth)

(πόρος): wide-traversed, epithet of the sea (cf. εὐρυόδεια), always θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)

Greek Monolingual

εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)
(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + πόρος.

Greek Monotonic

εὐρύπορος: -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη θάλασσα, όπου εκεί όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά βούληση, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύπορος: с широкими путями, обширный (θάλασσα Hom., Aesch.).

Middle Liddell

εὐρύ-πορος, ον
with broad ways, of the sea, where all may roam at will, Hom., etc.