θεωρητός

From LSJ
Revision as of 20:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητός Medium diacritics: θεωρητός Low diacritics: θεωρητός Capitals: ΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: theōrētós Transliteration B: theōrētos Transliteration C: theoritos Beta Code: qewrhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος 11.1), Hp.Aph.2.24. 2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. -τῶς Gal.18(1).363.

German (Pape)

[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut observer, visible;
2 qu’on peut contempler, observer par l'intelligence.
Étymologie: θεωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.

Greek Monolingual

θεωρητός, -ή, -όν (Α) θεωρώ
1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς
2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση
3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία («τὸν θεωρητὸν βίον»).
επίρρ...
θεωρητῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρητό.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητός:
1) наблюдаемый, видимый, заметный (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὶ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);
2) доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).