ναοπόλος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
Ion. νηοπ-, ον, A dwelling or busied in a temple, μάντις Pi.Fr.51 Schroeder, cf. Man.4.427. II as substantive, overseer of a temple, Hes.Th.991.
German (Pape)
[Seite 228] ion. νηοπόλος, der sich im Tempel aufhält, darin beschäftigter Tempelaufseher; Hes. Th. 991; Alcaeus oder Pind. bei Strab. 9, 2, 34.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui réside dans un temple;
2 conservateur ou inspecteur d'un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοπόλος: Ἰων. νηοπ-, ον, ὁ κατοικῶν ἢ ἀσχολούμενος ἐν τῷ ναῷ, μάντις Πινδ. Ἀποσπ. 70. 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπόπτης ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991.
English (Slater)
νᾱοπόλος minister of a temple ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (i. e. Teneros, son of Apollo: v. δάπεδον) fr. 51d.
Greek Monolingual
ναοπόλος και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α)
1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος
φύλακας, επιστάτης ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη-πόλος, ονειρο-πόλος.
Greek Monotonic
νᾱοπόλος: ὁ (πολέω), Ιων. νηοπ-, αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει ναό, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
νᾱοπόλος:
I ион. νηοπόλος 2 обитающий при храме, храмовой (μάντις Pind.).
II ион. νηοπόλος ὁ хранитель (страж) храма Hes.