καταλοάω

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλοάω Medium diacritics: καταλοάω Low diacritics: καταλοάω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΑΩ
Transliteration A: kataloáō Transliteration B: kataloaō Transliteration C: kataloao Beta Code: kataloa/w

English (LSJ)

crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15; cf. καταλοιάω.

German (Pape)

[Seite 1361] (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
écraser sur l'aire ; fig. abîmer, rouer de coups.
Étymologie: κατά, ἀλοάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰλοάω: μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, ἁλωνίζω, «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ ἁπλῶς κτείνω, ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ πατραλοίας ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).

Greek Monotonic

κατᾰλοάω: μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰλοάω:
1) растаптывать, раздавливать (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);
2) поражать, ранить (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);
3) умерщвлять, убивать (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to crush in pieces, make an end of, Xen., Aeschin.