μελίρρυτος

From LSJ
Revision as of 22:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).

Middle Liddell

μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
honey-flowing, Plat.