παυσάνεμος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
[ᾰ], ον, stilling the wind, θυσία A. Ag. 215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 537] den Wind stillend oder beruhigend, θυσία, Aesch. Ag. 222.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le vent.
Étymologie: παύω, ἄνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
παυσάνεμος: -ον, ὁ τοὺς ἀνέμους καταπαύων, παυσάνεμον θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 215.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
παυσάνεμος: αυτός που κατευνάζει τους ανέμους, θυσία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παυσάνεμος: (ᾰν) унимающий ветры (θυσία Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παυσάνεμος -ον [παύω, ἄνεμος] de wind tot bedaren brengend.