στρατοπεδευτικός

From LSJ
Revision as of 09:03, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδευτικός Medium diacritics: στρατοπεδευτικός Low diacritics: στρατοπεδευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratopedeutikós Transliteration B: stratopedeutikos Transliteration C: stratopedeftikos Beta Code: stratopedeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.

German (Pape)

[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδευτικός: лагерный (σχήματοι Polyb.).

Middle Liddell

στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.