συναριστεύω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.
French (Bailly abrégé)
rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.
Greek Monolingual
ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰριστεύω: вместе прославляться, отличиться (σ. ἅμα τινί Eur.).