συναριστεύω

From LSJ
Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰριστεύω Medium diacritics: συναριστεύω Low diacritics: συναριστεύω Capitals: ΣΥΝΑΡΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: synaristeúō Transliteration B: synaristeuō Transliteration C: synaristeyo Beta Code: sunaristeu/w

English (LSJ)

do brave deeds together, ἅμα τινί E.Tr.804 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich brav od. tapfer sein, ἅμα τινί, Eur. Troad. 803.

French (Bailly abrégé)

rivaliser de bravoure avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀριστεύω.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰριστεύω: ἀριστεύω σύν τινι, ἅμα τινὶ Εὐρ. Τρῳ. 803.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀριστεύω
αριστεύω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνᾰριστεύω: μέλ. -σω, επιτελώ γενναίες πράξεις, ανδραγαθώ από κοινού με, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰριστεύω samen (met...) heldendaden verrichten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰριστεύω: вместе прославляться, отличиться (σ. ἅμα τινί Eur.).

Middle Liddell

fut. σω
to do brave deeds together, Eur.