τμητοσίδηρος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
[ῐ], ον, cut down with iron, ὕλη AP14.19.
German (Pape)
[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.
Greek (Liddell-Scott)
τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.
Greek Monolingual
-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.
Greek Monotonic
τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).