τορεία

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορεία Medium diacritics: τορεία Low diacritics: τορεία Capitals: ΤΟΡΕΙΑ
Transliteration A: toreía Transliteration B: toreia Transliteration C: toreia Beta Code: torei/a

English (LSJ)

ἡ, A carving in relief, i.e. repoussé or chasing, Aristeas 58, Ph.2.478, J.AJ8.3.3, Plu.Aem.32, Dem.25. 2 metaph. of rhetorical art, Poll.6.141.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, das Verfertigen erhabener Arbeit in Stein, Metall od. Holz, Plut. Aemil. Paull. 32 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ciselure.
Étymologie: τορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

τορεία: ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, Πολυδ. ϛʹ, 141.

Greek Monolingual

ἡ, Α τορεύω
η τέχνη του τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο.

Greek Monotonic

τορεία: ἡ (τορεύω), γλυπτό σε ανάγλυφο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τορεία:рельефное изображение, выпуклая резьба (γλυφαὶ καὶ τορεῖαι Plut.).

Middle Liddell

τορεία, ἡ, τορεύω
a carving in relief, Plut.