τιμητής
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A valuer or assessor of damages or penalties, Pl.Lg.843d; τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.Rh.Al.1427b6; assessor of property, SIG344.123 (Teos, iv B.C.); τῶν οὐσιῶν (of Quirinius in Syria) J.AJ18.1.1; Boeot. τιμᾱτάς SIG1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.). II at Rome, = censor, Plb.6.13.3, D.H.19.16, Plu.Cic. 27; as an Imperial title, SIG821 C2 (Epist. Domitiani), etc.
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, der Schätzende, der den Werth oder Preis bestimmt, τούτων ἁπάντων τιμηταὶ γιγνέσθων ἀγρονόμοι Plat. Legg. VIII, 843 d; der in einem Processe die Strafe abschätzt und zuerkennt, Sp. – Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt, Pol. 6, 13, 3 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui fixe une amende;
2 à Rome censeur.
Étymologie: τιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμητής: -οῦ, ὁ, (τιμάω) ὁ ἐκτιμητής, ὁ προσδιορίζων ποινὴν ἢ ἀποζημίωσιν, Πλάτ. Νόμ. 843D· τ. ζημίας οἱ δικασταὶ Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 5, 12. ΙΙ. ἐν Ρώμῃ, ὁ ὑπολογίζων ἢ ἐκτιμῶν τὰς περιουσίας τῶν πολιτῶν, censor, Πολύβ. 6. 13, 3. κλπ.· ― ὡς ἐπώνυμον τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3481, 4333, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και βοιωτ. τ. τιματάς Α τιμώ
(στη ρωμαϊκή πολιτεία) αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες από την τάξη τών πατρικίων, οι οποίοι είχαν ως καθήκον την απογραφή τών Ρωμαίων πολιτών, τον υπολογισμό της περιουσίας τους, τη σύνταξη τών καταλόγων τών διαφόρων τάξεων, καθώς και την επίβλεψη της τήρησης τών ηθών, ο κήνσωρ
νεοελλ.
αυτός που κρίνει και μάλιστα αυστηρά, που επικρίνει, επικριτής, επιτιμητής
αρχ.
1. αυτός που προσδιόριζε την αποζημίωση η οποία έπρεπε να δοθεί σε κάποιον για βλάβες ή ζημίες που είχαν προκληθεί εις βάρος του
2. το άτομο που σε μια δίκη όριζε την ποινή η οποία έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο
3. (ως τίτλος) προσωνυμία αυτοκράτορα.
Greek Monotonic
τῑμητής: -οῦ, ὁ (τιμάω)·
I. εκτιμητής, αυτός που προσδιορίζει την ποινή ή την αποζημίωση, σε Πλάτ.
II. στη Ρώμη, αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την περιουσία των πολιτών, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
τῑμητής: οῦ ὁ
1) оценщик, преимущ. юр. определитель наказания, тж. штрафа Plat., Arst.;
2) (в Риме), цензор Polyb., Plut.
Middle Liddell
τῑμητής, οῦ, ὁ, τιμάω
I. a valuer, estimater, Plat.
II. at Rome, the censor, who assessed the property of the citizens, Polyb.