τραγῳδιογράφος

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδιογράφος Medium diacritics: τραγῳδιογράφος Low diacritics: τραγωδιογράφος Capitals: ΤΡΑΓΩΔΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: tragōidiográphos Transliteration B: tragōdiographos Transliteration C: tragodiografos Beta Code: tragw|diogra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ὁ, writer of tragedies, Plb.2.17.6, 3.48.8, D.S.14.43, A.D.Adv.188.27 (where the Ms. reading is corroborated by the context), Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 1547.

German (Pape)

[Seite 1133] Tragödien schreibend, Pol. 2, 17, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur de tragédie.
Étymologie: τραγῳδία, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδιογράφος: -ον, ὁ γράφων τραγῳδίας, Πολύβ. 2. 17, 6., 3. 48, 8, κλπ.

Greek Monolingual

ο / τραγῳδιογράφος, -ον, ΝΑ
συγγραφέας τραγωδιών, τραγικός ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδία + -γράφος].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδιογράφος: -ον (γράφω), αυτός που γράφει τραγωδίες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδιογράφος: (ᾰφ) ὁ трагедиограф, трагик, автор трагедий Polyb., Diod.

Middle Liddell

τρᾰγῳδιο-γράφος, ον, γράφω
writing tragedies, Polyb.