ἀνεμώκης

From LSJ
Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμώκης Medium diacritics: ἀνεμώκης Low diacritics: ανεμώκης Capitals: ΑΝΕΜΩΚΗΣ
Transliteration A: anemṓkēs Transliteration B: anemōkēs Transliteration C: anemokis Beta Code: a)nemw/khs

English (LSJ)

ες, swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.

German (Pape)

[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.

Greek Monolingual

ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].

Greek Monotonic

ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμώκης: быстрый как ветер (νεφέλα Eur.; δῖναι Arph.).

Middle Liddell

ὠκύς
swift as the wind, Eur., Ar.