ἀψεγής
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ές, blameless, S.El.497 (lyr.). Adv. ἀψεγέως = blamelessly, without blame, unimpeachably, irreproachablyA.R.2.1022.
Spanish (DGE)
-ές
1 irreprochable, intachable, que no causa daño τέρας ἀψεγές S.El.496.
2 adv. ἀψεγέως = sin tacha, irreprochablemente κεῖνα θύραζε ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς A.R.2.1022.
German (Pape)
[Seite 420] ές (ψέγω), ungetadelt, Soph. El. 487. – Adv. ἀψεγέως, Ap. Rh. 2, 1023.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
irréprochable, dont on n’a pas lieu de se plaindre.
Étymologie: ἀ, ψέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψεγής: -ές, ἄψογος, ἄμεμπτος, Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024.
Greek Monotonic
ἀψεγής: -ές (ψέγω), άψογος, άμεμπτος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψεγής: безукоризненный, безупречный: οὐκ ἀ. πελᾶν τινι Soph. приносить несчастье кому-л.