ἐπιαύω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A sleep among, c. dat., v.l. (ed. Steph.1566) for ἐνιαύω, Od. 15.557. 2. sleep upon, ἠϊόσιν AP6.192 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 927] dabei schlafen, ὕες, ᾗσι συβώτης ἐπίαυεν Od. 15, 556, wo jetzt ἐνίαυεν gelesen wird; ἠϊόσιν, auf dem Ufer, Archi. 10 (VI, 192).
French (Bailly abrégé)
prés. 3ᵉ sg. ἐπιαύει;
dormir parmi, au milieu de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἰαύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῐαύω: διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐνιαύω, Ὀδ. Ο. 557. 2) ἰαύω, κοιμῶμαι ἐπί, οὐδ’ ἐπιαύει ἠϊόσιν Ἀνθ. Π. 6. 192.
Greek Monolingual
ἐπιαύω (Α)
κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιαύω «κοιμάμαι»].
Greek Monotonic
ἐπῐαύω:1. κοιμάμαι ανάμεσα, μεταξύ, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. κοιμάμαι πάνω σε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῐαύω: (на чем-л.) спать: ἐ. ἠϊόσιν Anth. спать на берегу.